μετά

μετά
μετά: amid, among, after.—I. adv. (here belong all instances of ‘tmesis’), μετὰ δ' ἰὸν ἕηκεν, let fly an arrow among them (the ships), Il. 1.48, Od. 18.2 ; πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ' ὔμμες, afterward, Od. 21.231, and so of time, Od. 15.400: denoting change of position, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, ‘had passed over the meridian’; μετὰ δ' ἐτράπετ, ‘turned around’; μετὰ νῶτα βαλών, Od. 12.312, Α 1, Il. 8.94. The relation of the adv. may be specified by a case of a subst., thus showing the transition to the true prepositional use, μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω, ‘let this be added to those and be among them,’ Od. 5.224.—II. prep., (1) w. gen., along with; μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων, μάχεσθαι μετά τινος, ‘in league with,’ Od. 10.320, Il. 13.700.—(2) w. dat., amid, among, between, in; μετὰ χερσὶν ἔχειν, ‘in the hands,’ Il. 11.184, Od. 3.281 ; μετὰ γένυσσι, ποσσί, ‘between,’ Il. 11.416, Il. 19.110 ; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο πέτεσθαι, i. e. as fast as the winds, Od. 2.148 ; Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, the last ‘among’ his mates, the position of honor in being eaten, Od. 9.369.—(3) w. acc., denoting motion, among, towards, to, after, μετ' Αἰθιοπῆας ἔβη, μετὰ μῶλον Ἄρηος, σφαῖραν ἔρριψε μετ ἀμφίπολον, βῆναι μετά τινα, Il. 1.423, Il. 7.147, ζ 11, Il. 5.152, and sometimes of course in a hostile sense; so fig., βάλλειν τινὰ μετ' ἔριδας, ‘plunge in,’ ‘involve in,’ Il. 2.376; sometimes only position, without motion, is denoted, Il. 2.143; of succession, after, next to, whether locally or of rank and worth, μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, Il. 13.492; κάλλιστος ἀνὴρ μετὰ Πηλείωνα, Il. 2.674; then of time, purpose, conformity, or adaptation, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, ‘after the death of P.’; πλεῖν μετὰ χαλκόν, ‘after,’ i. e. to get bronze; μετὰ σὸν κῆρ, ‘after,’ i. e. to suit thy heart, Il. 24.575, Od. 1.184, Ο 52, Il. 18.552, Od. 2.406, Il. 11.227 .—μέτα = μέτεστι, Od. 21.93.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετά — mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτα — μετά mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος …   Dictionary of Greek

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”